Ἐνδυμίωνα

Ἐνδυμίωνα
Ἐνδυμίων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ο τρίτος γιος του Ενδυμίωνα, συμβασιλιάς της Ήλιδας μαζί με τον αδελφό του Επειό. Στους αγώνες που έγιναν κάποτε προς τιμήν του Αζάνα, καταπλάκωσε από απροσεξία με το άρμα του τον Άπη, γιο του Ιάσονα, και… …   Dictionary of Greek

  • Παίονες — Αρχαίος λαός που εγκαταστάθηκε αρχικά στην περιοχή πάνω από τον Αξιό και αργότερα μέχρι τον Στρυμόνα. Η εθνικότητά τους ήταν ελληνοθρακική. Τα ομηρικά έπη αναφέρουν τους Παίονες ως κατοίκους αυτής της περιοχής. Και ο Παυσανίας επίσης λέει ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • καλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας Αίολου και της Εναρέτης, αδελφή της Κανάκης και μητέρα του Ενδυμίωνα. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση ήταν μητέρα του Κύκνου από τον Ποσειδώνα, γνωστή και ως Καλυκία. * * * καλύκη, ἡ (Α)… …   Dictionary of Greek

  • Αζάν — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρκάδα, που είχε γεννηθεί από τον Δία και την Ερατώ. Είχε αδελφούς τον Αφείδαντα και τον Έλατο. Όταν ο Αρκάς μοίρασε το βασίλειό του στα τρία παιδιά του, ο Α. πήρε μια περιοχή που ονομάστηκε Αζανία. Διάδοχος του Α.… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης — (105 – 171 μ.Χ.). Μυστικιστής από το Άβωνο της Θράκης. Ίδρυσε στο χωριό αυτό ένα θεραπευτήριο, το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο λατρείας και μυστηρίων. Τα μυστήρια αυτά διαιρούνταν σε τρεις βαθμούς, που ονομάζονταν ημέρες. Ο πρώτος βαθμός αφορούσε… …   Dictionary of Greek

  • Επειός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ομηρικός ήρωας, γιος του Πανοπέα από τη Φωκίδα. Συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο με 30 πλοία από τις Κυκλάδες. Είχε μεγάλη ικανότητα στην πυγμαχία και νίκησε τον Ευρύαλο στους επιτάφιους αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντέ Τριοζόν, Αν Λουί — (Anne Louis Girodet Trioson, Μονταρζί 1767 – Παρίσι 1824). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ζωγράφου Αν Λουί Ζιροντέ ντε Ρουί. Παρότι υπήρξε μαθητής του Ζακ Λουί Νταβίντ, απομακρύνθηκε από το νεοκλασικό πνεύμα του δασκάλου του, προοιωνιζόμενος… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιάνασσα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις κόρες του βασιλιά του Άργους Προίτου και της Σθενεβοίας. Όταν κατελήφθη από μανία, τη θεράπευσε ο Μελάμποδας ο Aμυθάονος, μάντης και γιατρός, τον οποίο της έδωσε για σύζυγο ο πατέρας της μαζί με το ένα… …   Dictionary of Greek

  • Λάτμος — Όρος της Μικράς Ασίας, διακλάδωση του όρους Κάδμου. Η μυθολογία αναφέρει ότι στο όρος αυτό η Σελήνη συναντιόταν με τον Ενδυμίωνα, του οποίου υπήρχε εκεί και ναός. Οι πρόποδές του έφταναν μέχρι τον Λατμικό κόλπο, όπου βρίσκονταν οι πόλεις Μίλητος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”